- τεταρτημόριον
- τεταρτημόριονfourth partneut nom/voc/acc sgτεταρτημόριοςholding amasc/fem acc sgτεταρτημόριοςholding aneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεταρτημορίοις — τεταρτημόριον fourth part neut dat pl τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρτημορίου — τεταρτημόριον fourth part neut gen sg τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρτημορίων — τεταρτημόριον fourth part neut gen pl τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρτημορίῳ — τεταρτημόριον fourth part neut dat sg τεταρτημόριος holding a masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρτημόρια — τεταρτημόριον fourth part neut nom/voc/acc pl τεταρτημόριος holding a neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… … Dictionary of Greek
ταρτήμορον — τὸ, Α ονομασία μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τεταρτήμορον / τεταρτημόριον] … Dictionary of Greek
τεταρτημορίδιον — τὸ, Α [τεταρτημόριον] το τεταρτημόριο … Dictionary of Greek
τεταρτημορίς — ίδος, ἡ, Α το ένα τέταρτο ενός όλου, το τεταρτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεταρτημόριον + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
τεταρτημοριαίος — και ταρτημοριαῑος, αία, ον, Α αυτός που αποτελείται από ένα τεταρτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεταρτημόριον + κατάλ. αῖος (πρβλ. τριτημορι αῖος)] … Dictionary of Greek